- ροίο
- το, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κομμελινίδες τής τάξης κομμελιώδη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μύροιο — μύρον sweet oil neut gen sg (epic) μύ̱ροιο , μύρω flow pres opt mp 2nd sg μύ̱ροιο , μῦρος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτύροιο — διαμαρτύ̱ροιο , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὔροιο — Εὔ̱ροιο , Εὖρος the East wind masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θούροιο — θού̱ροιο , θοῦρος rushing masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυροῖο — κινῠροῖο , κινύρομαι utter a plaintive sound fut opt mp 2nd sg (attic epic doric) κινυρός wailing masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύροιο — Κύ̱ροιο , Κῦρος the elder Cyrus masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύροιο — κύ̱ροιο , κυρέω hit pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήροιο — λή̱ροιο , λῆρος trash masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυροῖο — πῡροῖο , πυρός wheat masc gen sg (epic) πυρόω burn with fire pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώροιο — πώ̱ροιο , πῶρος stone masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)